- μυρσιαρία
- ηβοτ. γένος φυτών που περιλαμβάνει περί τα 60 είδη δέντρων και θάμνων τής Νότιας Αμερικής, με πολύτιμο ξύλο εφάμιλλο τής ευγενίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < νεολατ. myrciaria < λατ. myrthus < μύρτος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.